Η  Διαφορική Διάγνωση του Επώδυνου Ώμου
Εισαγωγή
Ο επώδυνος ώμος αποτελεί συχνό σύμπτωμα και οι παθήσεις του ώμου αποτελούν στην τρίτη πιο συχνή μυοσκελετική παθολογία η οποία αντιμετωπίζεται στην πρωτοβάθμια ιατρική φροντίδα1,2. H ετήσια συχνότητα εμφάνισης των παθήσεων αυτών στο γενικό πληθυσμό, έχει υπολογιστεί ότι κυμαίνεται μεταξύ 42.2 και 48.4 ανά 1000 άτομα / χρόνια. Η παθολογία αυτή είναι μάλιστα πιο συχνή στην ηλικιακή ομάδα των 45-65 ετών και στις γυναίκες σε σχέση με του συνομίληκους τους άνδρες.
Η επώδυνη συμπτωματολογία από την άρθρωση του ώμου αποτελεί συχνό πρόβλημα με αρνητικές συνέπειες για τη λειτουργικότητα της άρθρωσης και του άνω άκρου γενικά που μπορεί να έχει μακροχρόνια αρνητικά αποτελέσματα στην αθλητική δραστηριότητα αλλά και στις καθημερινές δραστηριότητες και την ποιότητα γενικά ζωής του ασθενούς.
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει μια σειρά διαφορετικών νοσολογικών οντοτήτων οι οποίες κυμαίνονται από σχετικά αθώες έως και σοβαρότερες για τη γενική υγεία και τη ζωή του ασθενούς παθολογικές καταστάσεις. Η επώδυνη συμπτωματολογία στην περιοχή του ώμου μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές δομές της περιοχής της ωμικής ζώνης και συγκεκριμένα σε δομές όπως τα οστά, οι αρθρώσεις, οι ορογόνοι θύλακοι και τα περιαθρικά στοιχεία, τα νεύρα και οι μύες. Η ωμαλγία όμως μπορεί να οφείλεται επίσης σε συστηματικές νόσους ή και ακόμη στην αντανάκλαση του πόνου από παθολογία απομακρυσμένων περιοχών3 (Πίνακας Ι,ΙΙ).
Για τους λόγους αυτούς η έγκαιρη και ακριβής διάγνωση της ακριβούς αιτίας του επώδυνου ώμου με την λεπτομερή κλινική εξέταση τόσο της άρθρωσης αυτής όσο και άλλων περιοχών του σώματος είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αντίστοιχης παθολογίας. Εκτός από την ανακούφιση της συμπτωματολογίας, η ακριβής διαφορική διάγνωση εξασφαλίζει την αποκατάσταση της λειτουργικότητας της άρθρωσης και της μυοσκελετικής υγείας γενικά του ασθενούς.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
Ενδογενή αίτια Επώδυνου ΄Ωμου
Α.Γληνοβραχιόνια Άρθρωση
  • Συμφυτική θυλακίτιδα
  • Αστάθεια
  • Εξάρθρημα
  • Τενοντοπάθεια στροφικού πετάλου
  • Σύνδρομο πρόσκρουσης
  • Ρήξη επιχειλίου χόνδρου ωμογλήνης
  • Οστεοαρθρίτιδα
  • Έκτοπη οστεοποίηση
  • Άσηπτη νέκρωση κεφαλής βραχιονίου
Β. Ακρωμιοκλειδική άρθρωση
  • Οστεοαρθρίτις
  • Οστεονέκρωση του περιφερικού άκρου της κλείδας
  • Διάστρεμμα - Εξάρθρημα
Γ.Στερνοκλειδική άρθρωση
    • Οστεοαρθρίτιδα
    • Υπεξάρθημα- Εξάρθρημα
Δ.Ωμοπλάτη-Ωμοπλατιαιοθωρακική άρθρωση
  • Μυϊκή αδυναμία
  • Κροτούσα ωμοπλάτη
Ε.Μυοπεριτονιακός πόνος
ΣΤ.Ρήξη μακράς κεφαλής δικεφάλου βραχιονίου
Ζ.Φλεγμονώδης αρθρίτις
Η.Συγγενείς ανωμαλίες
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ
Εξωγενή αίτια Επώδυνου Ώμου
Α.Αρθρίτις αυχενικών ζυγοαποφυσιακών αρθρώσεων Α5-Α6, Α6-Α7
Β.Αλγοδυστροφία (Περιοχικό Σύνδρομο Πόνου)
Γ.Νευρολογικές Παθήσεις
  • Αυχενική δισκοπάθεια- Ριζίτις
  • Νευροπάθεια βραχιονίου πλέγματος
  • Σύνδρομο Parsonage-Turner
  • Μονονευροπάθειες
  • Μυϊκή δυστροφία
  • Συριγγομυελία
  • Έρπητας ζωστήρας
Δ.Καρδιαγγειακές Παθήσεις
  • Καρδιακή ισχαιμία
  • Σύνδρομο θωρακικής εξόδου
  • Ανεύρυσμα θωρακικής αορτής
  • Θρόμβωση μασχαλιαίαςφλέβας
  • Σύνδρομο άνω κοίλης φλέβας
Ε.Πνευμονικές παθήσεις
  • Πνευμονία άνω λοβού
  • Πνευμονική εμβολή
  • Πνευμοθώρακας
  • Πρωτοπαθείς όγκοι
  • Πνευμοπεριτόναιο
  • Όγκος Pancoast
  • Μεταστατική νόσος
ΣΤ.Κοιλιακές Πάθήσεις
    • Νόσοι χοληδόχου κύστης
    • Ηπατικές νόσοι
    • Παγκρεατίτις
    • Κακώσεις σπλήνα
    • Διάτρηση εσωτερικού οργάνου
Ανατομία
Η περιοχή της ωμικής ζώνης χαρακτηρίζεται από σύνθετη ανατομία η γνώση της οποίας είναι απαραίτητη γαι τη διαφορική διάγνωση του επώδυνου ώμου. Η ωμική ζώνη αποτελείται από τα οστά της ωμοπλάτης, της κλείδας και της κεφαλής του βραχιονίου. Διακρίνονται επίσης στην περιοχή 4 αρθρώσεις και συγκεκριμένα η γληνοβραχιόνια, η ακρωμιοκλειδική, η στερνοκλειδική και η λειτουργική ωμοπλατιαιοθωρακική άρθρωση4. Η γληνοβραχιόνια άρθρωση η οποία σχηματίζεται μεταξύ της αβαθούς ωμογλήνης της ωμοπλάτης και της κεφαλής του βραχιονίου χαρακηρίζεται από εγγενή αστάθεια η οποία έχει σαν συνέπεια τη λειτουργική υπερφόρτιση διάφορων οστικών δομών καθώς και μαλακών μορίων στην περιοχή του ώμου η οποία συνδυάζεται με επώδυνη παθολογία της περιοχής3. Το στροφικό πέταλο αποτελείται από τέσσερις μύες και συγκεκριμένα τον υπερακάνθιο, τον υπακάνθιο και τον ελάσσονα στρογγύλο οι οποίοι είναι έξω στροφείς και τον υποπλάτιο που φέρνει τον ώμο σε έσω στροφή5. Το στροφικό πέταλο αποτελεί συχνή αιτία πόνου και δυσλειτουργίας της άρθρωσης ιδιαίτερα σε άτομα με αθλητική δραστηριότητα και επαναλαμβανόμενες κινήσεις πάνω από τον ώμο.
Ιστορικό5,6
Η λήψη ιστορικού αρχίζει με την καταγραφή της ηλικίας, το κυρίαρχο άνω άκρο και την αθλητική δραστηριότητα, τα χόμπι καθώς και την εργασία του ασθενή. Επίσης σημειώνονται τυχόν πρόσφατοι ή και παλαιότεροι τραυματισμοί, ιστορικό εξαρθρήματος ή καθ΄έξιν εξαρθρημάτων, παλαιότερες χειρουργικές επεμβάσεις στην περιοχή, ιστορικό οιδήματος, αστάθειας, δυσκαμψίας ή μπλοκ της άρθρωσης, κληρονομικό ιστορικό ρευματοειδούς αρθρίτιδος ή άλλης αυτοάνοσης νόσου, ιστορικό νεοπλασίας, νυχτερινό άλγος και συννοσηρότητα όπως σακχαρώδης διαβήτης. Τα νεότερα άτομα πχ παρουσιάζουν συχνότερα αστάθεια της άρθρωσης του ώμου ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ασθενείς πάσχουν συχνότερα από οστεαρθρίτιδα. Το ιστορικό επιληπτικών κρίσεων ή ηλεκτροπληξίας καθώς και η αδυναμία έξω στροφής του ώμου εγείρει υποψίες οπίσθιου εξαρθρήματος της άρθρωσης. Πτώσεις πάνω στον ώμο όπως σε τροχαία με μηχανή μπορούν να συνοδεύονται από κατάγματα κλείδας ή του άνω άκρου του βραχιονίου ενώ πάντοτε πρέπει να γίνεται ενδελεχής έλεγχος για αποκλεισμό κακώσεων όπως του βραχιονίου πλέγματος.
Οι χαρακτήρες του πόνου και συγκεκριμένα η εντόπιση και η αντανάκλαση του, η οξεία εισβολή ή η προδευτική αύξηση της έντασης καθώς και οι παράγοντες που συνεισφέρουν στην ύφεση ή την επιδείνωση του μπορούν να προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες. Έτσι σε περίπτωση παθολογίας του στροφικού πετάλου ο πόνος εγκαθίστανται απότομα και επιδεινώνεται με την κίνηση του άνω άκρου πάνω από το επίπεδο του ώμου. Σε παρουσία ακρωμιοκλειδικής αρθρίτιδας η ανάπτυξη του πόνου είναι βαθμιαία και αυτός επιτείνεται με την οριζόντια προσαγωγή του άνω άκρου προς τον αντίθετο ώμο ενώ στην γληνοβραχιόνια αρθρίτιδα το άλγος εγκαθίστανται επίσης βαθμιαία αλλά η ένταση του αυξάνεται σε κάθε κίνηση της άρθρωσης του ώμου7. Άλγος κατά την ρίψη αντικειμένων όπως σε αθλητική δραστηριότητα και τον ώμο σε απαγωγή και έξω στροφή υποδηλώνει πρόσθια αστάθεια της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης ενώ οι ασθενείς με πολυαξονική αστάθεια αναφέρουν γενική χαλαρότητα της άρθρωσης. Επιδείνωση του πόνου με κινήσεις προσαγωγής και έσω στροφής όπως κατά το άνοιγμα πόρτας υποδηλώνει οπίσθια αστάθεια ενώ σε περιπτωση κατώτερης αστάθειας του ώμου οι ασθενείς αποφεύγουν την άρση βαριών αντικειμένων με το πάσχον άκρο8. Το νυχτερινό άλγος και ιδιαίτερα κατά την κατάκλιση στον πάσχοντα ώμο επίσης συνδυάζεται με παθολογία του στροφικού πετάλου και του υπακρωμιακού θυλάκου9. Στην τελευταία περίπτωση ο πόνος εντοπίζεται στην έξω πλάγια επιφάνεια του ώμου6.
Σε περίπτωση που το άλγος επεκτείνεται πέρα από την περιοχή του ώμου πος το υπόλοιπο άνω άκρο και συχνά συνοδεύεται από άλλα σημεία και συμπτώματα όπως αιμωδίες και αισθητικές διαταραχές η συμπτωματολογία παραπέμπει περισσότερο σε παθολογία της ΑΜΣΣ όπως παρουσίας δισκικής νόσου, δισκοκήλης και ριζίτιδας. Ας σημειωθεί ότι ο ώμος αποτελεί ανατομική περιοχή που εμφανίζει άλγος που μπορεί να οφείλεται σε αρθρίτιδα των ζυγοαποφυσιακών αυχενικών αρθρώσεων ιδιαίτερα στα επίπεδα A5-A6 και A6-A710.
Ο επώδυνος ώμος μπορεί να οφείλεται σε αντανάκλαση του πόνου από εσωτερικά όργανα όπως η χοληδόχος κύστη αφενός και το στομάχι ή η καρδιά αφετέρου τα οποία μπορούν να αποτελούν την πηγή του πόνου ο οποίος αντανακλάται στον δεξιό ή αριστερό ώμο αντίστοιχα.
Επισκόπηση5,8
Αρχικά παρατηρείται ο τρόπος με τον οποίο ο πάσχων κινεί ή κρατάει το άνω άκρο όπως στην περίπτωση του πρόσθιου εξαρθρήματος του ώμου που ο ασθενείς κρατάει ακίνητο πάσχον άκρο με το υγιές ετερόπλευρο. Στην περίπτωση αυτή χαρακτηριστική είναι επίσης η απώλεια της στρογγυλότητας του ώμου. Καταγράφεται η παρουσία οιδήματος, εκχυμώσεων, ουλών από προηγούμενες εγχειρήσεις, δερματικές αλλοιώσεις συμβατές με την παρουσία έρπητα ζωστήρα ή ψωριασικές βλάβες. Κατά την επισκόπηση παρατηρούνται τυχόν παραμορφώσεις και ιδιαίτερα της ακρωμιοκλειδικής και της ωμοπλάτης όπως η υψηλή θέση της ωμοπλάτης που συνοδεύει την παραμόρφωση Sprengel11. Παρατηρούνται ατροφίες μυικών ομάδων όπως του υπερακανθίου και του υπακανθίου μυός οι οποίες ακολουθούν τενοντοπάθειες του στροφικού πετάλου ή νευροπάθεια του υπερπλατίου νεύρου. Η προς τα έξω παρεκτόπιση της ωμοπλάτης οφείλεται συνήθως σε παράλυση του μακρού θωρακικού νεύρου και ατροφία του πρόσθιου οδοντωτού ενώ η προς τα έσω παρεκτόπιση του οστού αυτού μπορεί να οφείλεται σε παράλυση του παραπληρωματικού νεύρου και ανεπάρκεια του τραπεζοειδή μυ.
Κινητικότητα
Αξιολογείται τόσο η παθητική όσο η ενεργητική κινητικότητα. Η έξω στροφή καταμετράται στις 00 και 900 απαγωγής. Η έσω στροφή υπολογίζεται με την αξιολόγηση της ικανότητας του ασθενούς να προσεγγίζει με τον αντίχειρα όσο το δυνατόψηλότερα την σπονδυλική στήλη (Εικόνα 1). Κατά την αξιολόγηση της παθητικής κινητικότητας παρατηρείται η παρουσία κριγμού από την γληνοβραχιόνια άρθρωση, τον υπακρωμιακό ή τον ωμοπλατιαοθωρακικό θύλακα. Σημαντική είναι η αξιολόγηση του ωμοπλατιαίου-βραχιόνιου ρυθμού ο οποίος φυσιολογικά πρέπει να είναι 2:1 κατά την ανύψωση του άνω άκρου8.
Η κινητικότητα του ώμου είναι φυσιολογική σε περίπτωση τενοντίτιδας του δικέφαλου βραχιόνιου ή ρήξη του επιχειλίου χόνδρου, ενώ η οριζόντια προσαγωγή είναι επώδυνη σε κάκωση ή αρθρίτιδα της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης (Εικόνα 2). Τόσο η ενεργητική όσο και η παθητική κινητικότητα της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης είναι περιορισμένη σε περίπτωση οστεοαρθρίτιδας της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης ή σε παρουσία συμφυτικής θυλακίτιδας ενώ είναι ιδιαίτερα επώδυνη σε κάταγμα του άνω άκρου του βραχιονίου ή εξάρθρημα της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης12.
111
Εικόνα 1. Apley scratch test. Περιορισμός της κινητικότητας σε παθολογία του στροφικού πετάλου.
 
222
Εικόνα 2. Cross-arm test. Άλγος σε παθολογία της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.
 
Ψηλάφηση6,13,14
Η ψηλάφηση περιλαμβάνει την ακρωμιοκλειδική και την στερνοκλειδική άρθρωση, το ακρώμιο, την ωμοπλάτη και τα ψηλαφητά ανατομικά μόρια κατά μήκος της πρόσθιας και οπίσθιας επιφάνειας του ώμου όπως ο τένοντας της μακράς κεφαλής του δικεφάλου βραχιονίου μυός και το μείζον βραχιόνιο όγκωμα το οποίο μπορεί να είναι ευαίσθητο σε τενοντοπάθεια του στροφικού πετάλου7. Η υπακρωμιακή ευαισθησία υποδηλώνει επίσης παρόμοια παθολογία ενώ η παρουσία πολλαπλών επώδυνων σημείων (trigger points) μπορεί να υποδεικνύει παθήσεις όπως η ινομυαλγία. Κατά την ψηλάφηση σημειώνεται τυχόν ευαισθησία, αύξηση της θερμοκρασίας, κριγμός ή παρουσία υγρού.
Ειδικές Κλινικές Δοκιμασίες
Η κλινική εξέταση του επώδυνου ώμου η οποία πρέπει να είναι λεπτομερής περιλαμβάνει ορισμένες ειδικές δοκιμασίες οι οποίες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τη διάγνωση των διαφορετικών συνδρόμων που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση του συχνού συμπτώματος του επώδυνου ώμου. Τα ειδικά αυτά τεστ με τα οποία εκλύεται πόνος κατά την εκτέλεση τους περιγράφονται στον παρακάτω πίνακα ΙΙΙ5.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ5
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Apley scratch test
Ο ασθενής αγγίζει την άνω έσω και την κάτω γωνία της αντίπλευρης ωμοπλάτης.
Απώλεια της κινητικότητας υποδηλώνει παθολογία του στροφικού πετάλου.
Neer's sign (Εικόνα 3)
Ανύψωση άνω άκρου σε πλήρη κάμψη.
Σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής.
Hawkins' test
Πρόσθια κάμψη του ώμου στις 900 με το άνω άκρο σε έσω στροφή.
Σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής του υπερακανθίου μυός.
Επώδυνο τόξο15
(Εικόνα 4)
 
Απαγωγή του ώμου μεταξύ 600 και 900.
Άλγος στην έξω επιφάνεια του ώμου σε τενοντοπάθεια του στροφικού πετάλου ή υπακρωμιακή θυλακίτιδα.
Drop-arm test
(Εικόνα 5)
Ο ασθενής κατεβάζει το άνω άκρο αργά προς τον κορμό.
Ρήξη του τενοντίου πετάλου.
Cross-arm test
(Εικόνα 2)
Κάμψη του άνω άκρου στις 900 και ενεργητική προσαγωγή.
Αρθρίτιδα ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.
Spurling's test
Έκταση του αυχένα με την κεφαλή στραμμένη στην πάσχουσα πλευρά, ενώ ασκείται αξονική πίεση σε αυτήν.
Αυχενική ριζοπάθεια.
Apprehension test
(Δοκιμασία Προκατάληψης)
(Εικόνα 6)
Πίεση στην κεφαλή του βραχιονίου προς τα εμπρός ενώ γίνεται έξω στροφή του άνω άκρου. Ο ασθενής φοβάται ότι θα εξαρθρωθεί ο ώμος.
Πρόσθια γληνοβραχιόνια αστάθεια.
Relocation test
(Δοκιμασία Επανατοποθέτησης)
Πίεση στην κεφαλή του βραχιονίου προς τα πίσω ενώ γίνεται έξω στροφή του άνω άκρου. Η εξαρθρηματική θέση της κεφαλής ανατάσσεται.
Πρόσθια γληνοβραχιόνια αστάθεια.
Sulcus sign
(Σημείο Αύλακας)
Ασκείται έλξη στον αγκώνα ή τον καρπό.
Προς τα κάτω γληνοβραχιόνια αστάθεια.
Yergason test
Με τον αγκώνα σε κάμψη 900 γίνεται πρηνισμός του αντιβραχίου.
Τενοντίτιδα ή αστάθεια του δικέφαλου βραχιονίου μυός.
Χειρισμός Speed's
Με τον αγκώνα σε κάμψη 200 έως 300 γίνεται υπτιασμός του αντιβραχίου.
Τενοντίτιδα δικέφαλου βραχιονίου μυός.
 
Xειρισμός Adson16
Ο ασθενής είναι καθιστός. Ο εξεταστής έλκει τον ώμο του ασθενούς σε έκταση ενώ ψηλαφάει τον κερκιδικό σφυγμό του.
Σύνδρομο θωρακικής εξόδου σε εξασθένηση ή εξάλειψη του σφυγμού.
 
 
 
 
 333
 Εικόνα 3. Neer's sign
 
444444
Εικόνα 4. Επώδυνο τόξο
 
55
Εικόνα 5. Drop-arm test
 
 66
 Εικόνα 6. Apprehension test
 
Απεικονιστικές Μέθοδος
Α. Ακτινογραφικός Έλεγχος
Αν και η διαφοροδιάγνωση των παθήσεων του ώμου στηρίζεται κυρίως στην ενδελεχή κλινική εξέταση ο απεικονιστικός έλεγχος μπορεί να συμβάλλει σε ορισμένες περιπτώσεις κατά πολύτιμο τρόπο στην ακριβή διάγνωση της αιτίας του επώδυνου ώμου. Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος αποτελεί φθηνή απεικονιστική μέθοδο η οποία είναι απαραίτητη για την πιστοποίηση του επιπέδου και του είδους της κάκωσης σε περίπτωση τραυματισμού και παρουσίας κατάγματος ή εξαρθρήματος ενώ συστήνεται επίσης για τη διερεύνηση των αιτιών υπακρωμιακής προστριβής. Ο ακτινολογικός έλεγχος του ώμου θεωρείται απαραίτητος σε περιπτώσεις οξέος άλγους, τραύματος και δυσκαμψίας με απαγωγή < 90017. Περιλαμβάνει την προσθιοπίσθια σε έσω και έξω στροφή, την πλάγια προβολή καθώς και την διαμασχαλιαία και τύπου Υ προβολή. Αποκαλύπτει την μορφολογία του πρόσθιου ακρωμίου, την παρουσία ασβεστοποιού τενοντίτιδας ή γληνοβραχιόνιας αρθρίτιδας13.
Οι βλάβες Bankart και Hill Sachs συνοδεύουν το πρόσθιο εξάρθρημα του ώμου ενώ η κεντρική μετανάστευση της κεφαλής του βραχιονίου υποδηλώνει ρήξη του τενοντίου στροφικού πετάλου το οποία φυσιολογικά συγκρατεί την κεφαλή πάνω στην ωμογλήνη και σε περίπτωση ρήξης του η κεφαλή μεταναστεύει κεντρικά από την έλξη του δελτοειδή μυ5.
Ο ακτινολογικός έλεγχος είναι δυνατόν επίσης να αποκαλύψει οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης αλλά τα ευρήματα αυτά έχουν κλινική σημασία μόνο όταν συνδιάζονται με τοπική ευαισθησία στην περιοχή, αλλιώς θεωρούνται τυχαίο εύρημα7.
 
Β.Υπερηχογράφημα12,18
Ο υπερηχογραφικός έλεγχος είναι μία φθηνή απεικονιστική μέθοδος και περισσότερο προτιμητέα σε σχέση με την MRI από τους ασθενείς, η οποία όμως απαιτεί εμπειρία για την ασφαλή αξιολόγηση των ευρημάτων. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την αξιολόγηση του εξαρθρήματος του ώμου, των αλλοιώσεων της μακράς κεφαλής του βραχιονίου και των ρήξεων του στροφικού πετάλου12. Σε σύγκριση με την αρθροσκόπηση το υπερηχογράφημα συνεισφέρει στη διάγνωση του εξαρθρήματος ή του υπεξαρθρήματος της μακράς κεφαλής του βραχιονίου με πιστοποιημένη ευαισθησία ίση με 47 % και ειδικότητα 97 %19. Έχει επίσης υψηλή διαγνωστική ικανότητα για την ανίχνευση των πλήρων ρήξεων του τένοντα αυτού αλλά όχι για την πιστοποίηση μερικών ρήξεων. Σε περίπτωση που γίνεται η εξέταση αυτή από έμπειρο εξεταστεί μπορεί να έχει διαγνωστική ακρίβεια ισοδύναμη με την Μαγνητική Τομογραφία για την ανίχνευση πλήρης ρήξης του στροφικού τενόντιου πετάλου με ευαισθησία 92 % και ειδικότητα 94 % και μερικής ρήξης με ευαισθησία 67% και ειδικότητα 94 % αντίστοιχα20,21.
 
 
 
Γ.Μαγνητική Τομογραφία12
Ο έλεγχος με μαγνητική τομογραφία (MRI) συστείνεται για την ανίχνευση πιθανών ρήξεων του επιχειλίου χόνδρου, βλάβη την οποία πρέπει να υποψιαζόμαστε σε αθλητές ρίξεων με συμπτώματα αίσθησης μπλοκ της άρθρωσης ενώ είναι εξαιρετικά χρήσιμη στην απεικόνηση βλαβών των μαλακών μορίων όπως είναι οι όγκοι και μάζες στην περιοχή. Αποτελεί όμως μία ακριβή μέθοδο η οποία δεν είναι η εξέταση πρώτης επιλογής γαι τη διάγνωση των παθήσεων του ώμου. Η μέθοδος έχει ικανοποιητικότερα αποτελέσματα σε περιπτώσεις πλήρων ρήξεων του στροφικού πετάλου οπως και το υπερηχογράφημα. Συγκεκριμένα σε πλήρη ρήξη η ευαισθησία κυμάινεται μεταξύ 84% - 96 % και ειδικότητα μεταξύ 93 % -98%. Σε περίπτωση μερικής ρήξης του πετάλου η ευαισθησία κυμαίνεται μεταξύ 35%–44% και η ειδικότητα 85%–97% αντίστοιχα20.
 
 
Σημεία Συναγερμού
Κατά την λήψη ιστορικού και την κλινική εξέταση κάθε ασθενούς ο οποίος παρουσιάζεται με επώδυνο ώμο, υπάρχουν ορισμένα σημεία και συμπτώματα τα οποία πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν από τον εξεταστεί προκειμένου να αποκλειστούν από νωρίς σοβαρές παθολογικές καταστάσεις οι οποίες μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπιες για τη γενική υγεία του ασθενούς. Συγκεκριμένα το ιστορικό νεοπλασίας καθώς και κάθε ανεξήγητη δυσμορφία του ώμου ή ψηλαφούμενη μάζα ή διόγκωση μπορεί να υποκρύπτει κακοήθεια. Η ύπαρξη εξέρυθρου δέρματος, ο πυρετός και η γενική κακουχία μπορεί να οφείλεται σε λοίμωξη. Μη αναταχθέντα εξαθρήματα μπορούν να συνοδεύουν τρυματισμούς, επιληπτική κρίση ή ηλεκτροπληξία και χαρακτηρίζονται από απώλεια της στροφής και απώλεια του φυσιολογικού σχήματος του ώμου. Το σημαντικό άλγος του ώμου, η μυϊκή αδυναμία και η αδυναμία ανύψωσης του άνω άκρου μετά από τραυματισμό είναι ενδεικτικά σημεία πλήρους ρήξης του στροφικού πετάλου ενώ οι αισθητικές και κινητικές διαταραχές μπορεί να είναι το αποτέλεσμα νευρολογικής βλάβης14. Mία σπάνια νευρολογική νόσος που όμως μπορεί να διαλάθει της αρχικής διάγνωσης είναι επίσης το σύνδρομο Parsonage Turner ή νευροπάθεια του βραχιόνιου πλέγματος που χαρακτηρίζεται από οξύ πόνο του ώμου σε συνδυασμό με προοδευτικές νευρολογικές διαταραχές όπως αδυναμία, αισθητικές διαταραχές και ατροφία του άνω άκρου.Το ιστορικό εμβολιασμού, ίωσης και τραύματος μπορεί να ενοχοποιείται για την εμφάνιση του συνδρόμου αυτού22.
 
 
Βιβλιογραφία
  1. Urwin M, Symmons D, Allison T, et al. Estimating the burden of musculoskeletal disorders in the community: the comparative prevalence of symptoms at different anatomical sites, and the relation to social deprivation. Ann Rheum Dis 1998;57(11):649-55.
  2. Adamson J, Ebrahim S, Dieppe P, Hunt K. Prevalence and risk factors for joint pain among men and women in the West of Scotland Twenty-07 study. Ann Rheum Dis 2006;65(4):520-4.
  3. Schultz JS. Clinical evaluation of the shoulder. Phys Med Rehabil Clin N Am 2004;15(2):351-71.
  4. Sandstrom CK, Kennedy SA, Gross JA. Acute shoulder trauma: what the surgeon wants to know. Radiographics 2015;35(2):475-92.
  5. Woodward TW, Best TM. The painful shoulder: part I. Clinical evaluation. Am Fam Physician 2000;61(10):3079-88.
  6. Burbank KM, Stevenson JH, Czarnecki GR, Dorfman J. Chronic shoulder pain: part I. Evaluation and diagnosis. Am Fam Physician 2008;77(4):453-60.
  7. Armstrong A. Evaluation and management of adult shoulder pain: a focus on rotator cuff disorders, acromioclavicular joint arthritis, and glenohumeral arthritis. Med Clin North Am 2014;98(4):755-75, xii.
  8. Baker CL, Merkley MS. Clinical Evaluation of the Athlete's Shoulder. J Athl Train 2000;35(3):256-60.
  9. Litaker D, Pioro M, El Bilbeisi H, Brems J. Returning to the bedside: using the history and physical examination to identify rotator cuff tears. J Am Geriatr Soc 2000;48(12):1633-7.
  10. Dwyer A, Aprill C, Bogduk N. Cervical zygapophyseal joint pain patterns. I: A study in normal volunteers. Spine (Phila Pa 1976) 1990;15(6):453-7.
  11. Guillaume R, Nectoux E, Bigot J, et al. Congenital high scapula (Sprengel's deformity): four cases. Diagn Interv Imaging 2012;93(11):878-83.
  12. Greenberg DL. Evaluation and treatment of shoulder pain. Med Clin North Am 2014;98(3):487-504.
  13. Bishay V, Gallo RA. The evaluation and treatment of rotator cuff pathology. Prim Care 2013;40(4):889-910, viii.
  14. Mitchell C, Adebajo A, Hay E, Carr A. Shoulder pain: diagnosis and management in primary care. Bmj 2005;331(7525):1124-8.
  15. Kessel L, Watson M. The painful arc syndrome. Clinical classification as a guide to management. J Bone Joint Surg Br 1977;59(2):166-72.
  16. Boublik M, Silliman J. History and physical examination. In: Hawkins R, Misamore G, eds. Shoulder Injuries in the Athlete: Surgical Repair
and Rehabilitation. New York, NY: Churchill Livingstone, 1996: 9-22.
  1. Stevenson JH, Trojian T. Evaluation of shoulder pain. J Fam Pract 2002;51(7):605-11.
  2. Dinnes J, Loveman E, McIntyre L, Waugh N. The effectiveness of diagnostic tests for the assessment of shoulder pain due to soft tissue disorders: a systematic review. Health Technol Assess 2003;7(29):iii, 1-166.
  3. Armstrong A, Teefey SA, Wu T, et al. The efficacy of ultrasound in the diagnosis of long head of the biceps tendon pathology. J Shoulder Elbow Surg 2006;15(1):7-11.
  4. Gazzola S, Bleakney RR. Current imaging of the rotator cuff. Sports Med Arthrosc 2011;19(3):300-9.
  5. Teefey SA, Rubin DA, Middleton WD, Hildebolt CF, Leibold RA, Yamaguchi K. Detection and quantification of rotator cuff tears. Comparison of ultrasonographic, magnetic resonance imaging, and arthroscopic findings in seventy-one consecutive cases. J Bone Joint Surg Am 2004;86-A(4):708-16.
  6. Smith CC, Bevelaqua AC. Challenging pain syndromes: Parsonage-Turner syndrome. Phys Med Rehabil Clin N Am 2014;25(2):265-77.
 
 
Α.Γ. ΑΓΓΟΥΛΕΣ. Η ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΩΔΥΝΟΥ ΩΜΟΥ.
ΑΠΟΤΟΒΙΒΛΙΟ: ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΩΜΟΥ. Δ.Ι., ΓΟΥΛΕΣ, ΑΘΗΝΑ 2018.