Image

Παθήσεις
ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ

ffdΗ άσκηση προλαμβάνει την Οστεοπόρωση
Η οστεοπόρωση αποτελεί ένα από τα πιο κοινά χρόνια νοσήματα που προσβάλλει εκατομμύρια ανθρώπων παγκοσμίως και έχει τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος.
Η πάθηση αυτή είναι κληρονομική και μπορεί να οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές ή στη δυσκολία
απορρόφησης του ασβεστίου, ενώ επηρεάζεται από τη λήψη φαρμάκων όπως η κορτιζόνη.
Σημαντικό ρόλο, όμως, στην εμφάνιση της νόσου παίζουν η διατροφή και ο τρόπος ζωής.
Έτσι το κάπνισμα, η έλλειψη άσκησης και και η φτωχή σε γαλακτομικά διατροφή όπως και η υπερβολική κατανάλωση καφέ και αλκοόλ δρουν επιβαρυντικά στη σκελετική υγεία και αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της οστεοπόρωσης.
Το υψηλότερο επίπεδο οστικής μάζας επιτυγχάνεται στα 25-30 έτη και είναι ανεξάρτητο από τη σκελετική ωρίμανση που γίνεται νωρίτερα. Σύμφωνα με τις πρόσφατες απόψεις η υψηλότερη οστική μάζα κατά την νεαρή ηλικία του ατόμου, σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης της οστεοπόρωσης. 
Στους νεαρούς αθλητές η φυσική άσκηση επηρεάζει θετικά την οστική πυκνότητα και η προσαρμογή των οστών είναι ανάλογη της έντασης των ερεθισμάτων, όπως η σταδιακά αυξανόμενη επιβάρυνση στην προπόνηση με βάρη.
Η άσκηση επιδρά θετικά σε διάφορες περιοχές του σκελετού όπως ο αυχένας του μηριαίου, η Οσφυϊκή Μοίρα Σπονδυλικής Στήλης  κ.ά. Τα αθλήματα που βοηθούν ιδιαίτερα στην αύξηση της οστικής μάζας είναι η άρση βαρών, η ενόργανη γυμναστική, οι χιονοδρομίες και οι δρομείς που καλύπτουν αποστάσεις έως 32 χλμ. εβδομαδιαίως.
Ωστόσο, η αύξηση της οστικής μάζας δεν παρατηρείται μόνο στους αθλητές αλλά και σε νεαρά άτομα που ασκούνται καθημερινά.
Φαίνεται λοιπόν ότι η άσκηση ιδιαίτερα σε νεαρή ηλικία είναι εξαιρετικά σημαντική για την οστική υγεία και τη δημιουργία γερού σκελετού. Συμβάλλει έτσι σε σημαντικό βαθμό στην πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Εκτός από τους παράγοντες που δεν μπορούν να τροποποιηθούν, όπως είναι οι γενετικοί, η κορυφαία οστική μάζα καθορίζεται και από εκείνους τους παράγοντες στους οποίους μπορούμε να επέμβουμε και να βελτιώσουμε, λειτουργώντας προληπτικά.
Οστεοπορωτικά Κατάγματα σε Κακώσεις του Νωτιαίου Μυελού: Ένα Σοβαρό Πρόβλημα Υγείας
Εισαγωγή
Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται από μειωμένη αντοχή των οστών και από καταστροφή της μικροαρχιτεκτονικής τους, παράγοντες που αναπόφευκτα οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καταγμάτων[1].
Οι κακώσεις του Νωτιαίου Μυελού (ΚΝΜ) σχετίζονται στενά με την ελαττωμένη οστική πυκνότητα και την αυξημένη οστεοπόρωση. Η τελευταία είναι μια σοβαρή επιπλοκή των ΚΝΜ, αφού τα παράλυτα οστεοπορωτικά άκρα των ασθενών υφίστανται παθολογικά κατάγματα ακόμη και μετά από μικρής έντασης και χαμηλής ενέργειας τραυματισμό.
Η απώλεια οστίτη ιστού στους ασθενείς με ΚΝΜ είναι μεγαλύτερη στους πρώτους έξι μήνες μετά τον τραυματισμό, ενώ σταθεροποιείται ανάμεσα στο 12ο και το 16ο μήνα , όπου εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου ίσο με 30%[2].
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την οστική πυκνότητα στον ασθενή με κάκωση του νωτιαίου μυελού, ο μηχανισμός της παθογένειας όμως δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί.

Στους ασθενείς αυτούς ακόμη κι όταν διατηρείται μερικός έλεγχος της κίνησής τους, οι σοβαροί περιορισμοί κατά τη βάδιση, η μειωμένη ικανότητα φόρτισης των κάτω άκρων καθώς και η επακόλουθη μυϊκή ατροφία, σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής μείωσης της οστικής τους μάζας.
Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση που αφορά ασθενείς με παραπληγία είναι ότι παρόλο το γεγονός ότι τα άνω άκρα τους νευρώνονται κανονικά, υπόκεινται σε μείωση της οστικής τους μάζας. Αυτό υποδηλώνει πως η απώλεια οστικής μάζας που εμφανίζεται μετά από τέτοιους τραυματισμούς, συσχετίζεται προφανώς με ορμονικές αλλαγές[3]. Οι μεταβολικές αυτές αλλαγές περιλαμβάνουν την υπερασβεστιαιμία, την υπερφωσφαταιμία και την υπερμαγνησιουρία και είναι πιο πιθανό να συμβούν σε ασθενείς με ταυτόχρονη κρανιοεγκεφαλική κάκωση (ΚΕΚ)[4]. Πιο συγκεκριμένα, μέσα στους πρώτους μήνες μετά το τραύμα, η ομοιόσταση του ασβεστίου μεταβάλλεται σε σημαντικό επίιπεδο, με την υπασβεστιαιμία και την υπερασβεστιουρία να εμφανίζονται ως οι συχνότερα παρατηρούμενες διαταραχές [5].

Η οστεοπόρωση επηρεάζει πρωταρχικά τα κάτω άκρα και την πύελο[6]. Το εγγύς και το άπω μηριαίο καθώς και η εγγύς κνήμη αντιπροσωπεύουν τις περιοχές των κάτω άκρων που πλήττονται συχνότερα[7-12]. Αντίθετα, τα κατάγματα των άνω άκρων και ειδικότερα του αντιβραχίου, δεν αποτελούν περιπτώσεις που συναντώνται συχνά [9]. Η επικράτηση των καταγμάτων των μακρών οστών κυμαίνεται σε ποσοστό από 1% έως 34 %, όμως το χαμηλό αυτό καταγεγραμμένο ποσοστό είναι πιθανότατα αποτέλεσμα ανεπαρκών στοιχείων, αφού κατά τον υπολογισμό του δε θα μπορούσαν να συνεκτιμηθούν τα πολυάριθμα περιστατικά που δεν έχουν ποτέ αντιμετωπιστεί ή αναφερθεί στη βιβλιογραφία [8,13,14].
 
Οστεοπορωτικά Κατάγματα
Τα κατάγματα αυτά είναι συνήθως αποτέλεσμα μικροτραυματισμών, όπως είναι εκείνοι που προκαλούνται κατά τη μεταφορά του ασθενούς από το αναπηρικό αμαξίδιο στο κρεβάτι και την πτώση του επάνω στο τμήμα του γόνατος που πάσχει από οστεοπόρωση [4,7,12]. Είναι τραυματισμοί άκρως επικίνδυνοι αφού έχουν συσχετισθεί με πολυάριθμους συνοδούς παράγοντες νοσηρότητας όπως είναι οι εξελκώσεις που οφείλονται σε κατακλίσεις, η αυξημένη σπαστικότητα και η πόρωση του κατάγματος σε πλημμελή θέση[7]. Μακρόχρονες νοσηλείες απαντώνται επίσης συχνά [15].
Οι παράγοντες κινδύνου είναι η έκταση του τραυματισμού, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και η ηλικία [16]. Πιο συγκεκριμένα, ο Gartland και οι συνεργάτες του σε έρευνά τους αναφέρουν ότι σε ασθενείς που υπέστησαν πλήρη τραυματισμό είναι 6,17 φορές πιο πιθανό να υπάρχει χαμηλή οστική πυκνότητα στο γόνατο, σε τέτοια επίπεδα που να επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό των ασθενών ως οστεοπορωτικών. Μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση έδειξε ότι η αύξηση της ηλικίας κατά ένα έτος αυξάνει τις πιθανότητες ένταξης του ασθενούς στην κατηγορία της οστρεοπόρωσης κατά 3,54% [16]. Οι γυναίκες ασθενείς επιπλέον, φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς σε παθολογικά κατάγματα [9]. Οι ΚΝΜ που επιτρέπουν πλήρη κινητικό έλεγχο σε αντίθεση με αυτούς που επιτρέπουν μερικό κινητικό έλεγχο, το σπονδυλικό επίπεδο της κάκωσης καθώς και η ηλικία της αρχικής κάκωσης, είναι ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου οι οποίοι επίσης συνδέονται με την αυξημένη εμφάνιση καταγμάτων [8,15].

Η αντιμετώπιση αυτών των καταγμάτων είναι συνήθως συντηρητική και περιλαμβάνει ακινητοποίηση με νάρθηκες με ειδική μαλακή επένδυση, κηδεμόνες, σκελετικές έλξεις καθώς και ακινητοποίηση με συνθετικούς-ακρυλικούς επιδέσμους και συνοδεύεται από πρώιμη κινητοποίηση. Σε κάθε περίπτωση η φροντίδα του μειωμένης αισθητικότητας δέρματος της περιοχής του κατάγματος είναι απαραίτητη. [11,14,17-19].

Επιπλοκές όπως έλκη από πίεση, αυξημένος μυϊκός σπασμός, δυσκαμψία ισχίου και γόνατος, άλγος από αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία, έκτοπη οστεοποίηση, αγγειακή απόφραξη, ψευδάρθρωση και πόρωση των καταγμάτων σε πλημμελή θέση δεν είναι σπάνιες μετά από συντηρητική προσέγγιση [15-18]. Αντιθέτως οι επιπλοκές της κλειστής ανάταξης, έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζονται σε υψηλά ποσοστά που κυμαίνονται από 20% έως 40%, και συχνά απαιτούν εντατική ιατρική παρακολούθηση και συνεχή νοσηλευτική φροντίδα [18].

Χειρουργική θεραπεία με ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση παραδοσιακά συνίσταται μόνο για τη διόρθωση μιας σοβαρής παραμόρφωσης [11], αλλά και στην περίπτωση μιας μικρής υποομάδας παραπληγικών, συμπεριλαμβανομένων των αθλητών που χρησιμοποιούν αναπηρικά αμαξίδια, των ασθενών με χρόνια κατάγματα, και όσων πάσχουν από συμπαθητική αντανακλαστική δυστροφία και ανεξέλεγκτη σπαστικότητα [17]. Σε ένα κλασσικό για το θέμα αυτό άρθρο, o Nottage, από το 1981, πρότεινε ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση στα κατάγματα του ισχίου προκειμένου να επιτύχει τη βελτίωση της ισορροπίας του ασθενούς στην καθιστή θέση [14].

Θετικά αποτελέσματα έχουν αναφερθεί κατά την αντιμετώπιση των καταγμάτων της διάφυσης του μηριαίου με εξωτερική οστεοσύνθεση [20]. Ωστόσο στην πλειοψηφία των καταγεγραμμένων περιπτώσεων που αντιμετωπίζονται χειρουργικά, εφαρμόζεται ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με επιπρόσθετη χρήση διαφόρων τύπων μοσχευμάτων. Αναφορικά με τα διαφυσιακά κατάγματα η σύγχρονη μέθοδος μεταμόσχευσης περιλαμβάνει την ενδομυελική ήλωση, όπου χρησιμοποιούνται υλικά όπως ήλοι γ-Nail, ήλοι τύπου Küntscher , ανάστροφοι υπερκονδύλιοι ήλοι και συμπιεστικές πλάκες οστεοσύνθεσης και κοχλίες [18,21,22]. Η εσωτερική οστεοσύνθεση εξασφαλίζει πρώιμη σταθεροποίηση του κατάγματος, μεγιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό την ικανότητα ανεξάρτητης μετακίνησης του ασθενούς και το βαθμό της αποκατάστασής του και ταυτόχρονα μειώνει το χρονικό διάστημα της απαιτούμενης νοσοκομειακής περίθαλψης και νοσηλευτικής φροντίδας[18].
 
Συμπεράσματα
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα των μακρών οστών είναι ένα ευρέως αναγνωρισμένο πρόβλημα υγείας που επηρεάζει τα άτομα με κακώσεις του νωτιαίου μυελού και συνοδεύεται από σημαντικές επιπλοκές. Η επιλογή μεταξύ συντηρητικής και χειρουργικής θεραπείας για κάθε ασθενή με ΚΝΜ δεν είναι εύκολη για το χειρουργό και η απόφαση θα πρέπει να βασίζεται σε ποικίλες παραμέτρους όπως στη γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς, στο σημείο του κατάγματος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και κυρίως στην εμπειρία του χειρουργού.

Παρόλο που η βιβλιογραφία στο ενδιαφέρον θέμα της θεραπευτικής προσέγγισης αυτών των δύσκολα αντιμετωπίσιμων τραυματισμών ενισχύεται τα τελευταία έτη, δεν είναι ακόμα τόσο ισχυρή ώστε να μπορεί να υποστηρίξει πως η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται για όλες τις περιπτώσεις καταγμάτων, είναι όμως σαφές ότι η πρώιμη επιστροφή στην προτραυματική ανεξαρτησία είναι ζωτικής σημασίας. Από την άλλη πλευρά, τα μειονεκτήματα που ακολουθούν τη συντηρητική προσέγγιση, όπως είναι τα δερματικά έλκη, επιφέρουν αδιαμφισβήτητα καταστροφικές επιπτώσεις στους ασθενείς με ΚΝΜ.

Οι πρόσφατες μελέτες συμπεραίνουν ότι η χειρουργική επέμβαση είναι ένας ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των καταγμάτων σε ασθενείς ακινητοποιημένους, πάσχοντες από βλάβη του μυελού. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ανατομική ανάταξη του κατάγματος δεν είναι ο πρωτεύον στόχος της θεραπείας, αφού ενδεχόμενη πόρωση των καταγμάτων σε πλημμελή θέση είναι ελάσσονος κλινικής σημασίας. Αντίθετα, οι σοβαρές επιπλοκές, όπως είναι τα προβλήματα από το δέρμα και η επιμήκυνση της νοσηλείας του ασθενούς, είναι αυτές που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφεύγονται.
 
Βιβλιογραφία
1. NIH Consensus Development Panel on Osteoporosis Prevention, Diagnosis, and Therapy (2001) Osteoporosis prevention, diagnosis, and therapy. Jama 285: 785-795.
2. Demirel G, Yilmaz H, Paker N, Onel S (1998) Osteoporosis after spinal cord injury. Spinal Cord 36: 822-825.
3. Jiang SD, Jiang LS, Dai LY (2006) Mechanisms of osteoporosis in spinal cord injury. Clin Endocrinol (Oxf) 65: 555-565.
4. Ziyad A, Fatima Badawi, Ann T Vasile, Deborah Arzaga, Amy Cassedy, et al. (2003) Dual Diagnosis: Spinal Cord Injury and Brain Injury, in Spinal Cord Medicine: Principles and Practice, V. Lin, Editor. Demos: New York.
5. Maimoun L, Fattal C, Micallef JP, Peruchon E, Rabischong P (2006) Bone loss in spinal cord-injured patients: from physiopathology to therapy. Spinal Cord 44: 203-210.
6. Ashe MC, Craven C, Eng JJ, Krassioukov A (2007) Prevention and Treatment of Bone Loss after a Spinal Cord Injury: A Systematic Review. Top Spinal Cord Inj Rehabil 13: 123-145.
7. Charmetant C, Phaner V, Condemine A, Calmels P (2010) Diagnosis and treatment of osteoporosis in spinal cord injury patients: A literature review. Ann Phys Rehabil Med 53: 655-668.
8. MG, Shirazi P, Sam M, Giobbie-Hurder A, Blacconiere MJ, et al. (2001) Osteoporosis and risk of fracture in men with spinal cord injury. Spinal Cord 39: 208-214.
9. Vestergaard P, Krogh K, Rejnmark L, Mosekilde L (1998) Fracture rates and risk factors for fractures in patients with spinal cord injury. Spinal Cord 36: 790- 796.
10. Garland DE, Stewart CA, Adkins RH, Hu SS, Rosen C, et al. (1992) Osteoporosis after spinal cord injury. J Orthop Res 10: 371-378.
11. Ingram RR, Suman RK, Freeman PA (1989) Lower limb fractures in the chronic spinal cord injured patient. Paraplegia 27: 133-139.
12. Fattal C, Mariano-Goulart D, Thomas E, Rouays-Mabit H, Verollet C, et al. (2011) Osteoporosis in persons with spinal cord injury: the need for a targeted therapeutic education. Arch Phys Med Rehabil 92: 59-67.
13. Belanger M, Stein RB, Wheeler GD, Gordon T, Leduc B (2000) Arch Phys Med Rehabil 81: 1090-1098.
14. Nottage WM (1981) A review of long-bone fractures in patients with spinal cord injuries. Clin Orthop Relat Res : 65-70.
15. Morse LR, Battaglino RA, Stolzmann KL, Hallett LD, Waddimba A, et al. (2009) Osteoporotic fractures and hospitalization risk in chronic spinal cord injury. Osteoporos Int 20: 385-392.
16. Garland DE, Adkins RH, Kushwaha V, Stewart C (2004) Risk factors for osteoporosis at the knee in the spinal cord injury population. J Spinal Cord Med 27: 202-206.
17. Cochran TP, Bayley JC, Smith M (1988) Lower extremity fractures in paraplegics: pattern, treatment, and functional results. J Spinal Disord 1: 219- 223.
18. Sugi MT, Davidovitch R, Montero N, Nobel T, Egol KA (2012) Treatment of Lower-extremity Long-bone Fractures in Active, Nonambulatory, Wheelchair-bound Patients. Orthopedics 35: e1376-e1382.
19. McMaster WC, Stauffer ES (1975) The management of long bone fracture in the spinal cord injured patient. Clin Orthop Relat Res 112: 44-52.
20. Baird RA, Kreitenberg A, Eltorai I (1986) External fixation of femoral shaft fractures in spinal cord injury patients. Paraplegia 24: 183-190.
21. Cass J, Sems SA (2008) Operative versus nonoperative management of distal femur fracture in myelopathic, nonambulatory patients. Orthopedics 31: 1091.
22. Martinez A, Cuenca J, Herrera A, Domingo J (2002) Late lower extremity fractures in patients with paraplegia. Injury 33: 583-586.
 
Angoules AG (2012) Osteoporotic Fractures Following Spinal Cord Injury: A Serious Health Problem. J Trauma Treat 1:e110. doi:10.4172/2167-1222.1000e11.
Μετάφραση του συγγραφέα.
 
Πότε υπάρχουν Αυξημένοι Παράγοντες Κινδύνου για Οστεοπόρωση;
Φυσιολογικοί παράγοντες
Έλλειψη οιστρογόνων (Μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση)
Γήρας (Γεροντική οστεοπόρωση)
Παθολογικοί παράγοντες
Ακινησία
I. Παράλυση
II. Μετεγχειρητική
Γενετικοί παράγοντες
I. Ατελής οστεογένεση
II. Ομοκυστεονουρία
Ορμονικοί παράγοντες
I. Υπερπαραθυρεοειδισμός
II. Υπο-Υπερθυρεοειδισμός
III. Υπογοναδισμός
IV. Ινσουλινεξαρτώμενος Σακχαρώδης Διαβήτης
V. Υπερκορτιζολαιμία
Νόσοι
I. Ρευματοειδής Αρθρίτις
II. Κίρρωση
III. Νεφρική ανεπάρκεια
IV. Φλεγμονώδης νόσος εντέρου
Φάρμακα
I. Κορτιζονοθεραπεία
II. Αντιπηκτική αγωγή
III. Αντινεοπλασματική αγωγή
Νεοπλάσματα
I. Πολλαπλούν μυέλωμα
II. Λέμφωμα/λευχαιμία
III. Μεταστατική νόσος
Πώς μπορεί να Προληφθεί η Οστεοπόρωση με τη Διατροφή?
Η βασικότερη αρχή στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης και των δραματικών για τη σκελετικη υγεία συνεπειών της είναι η πρόληψη.  Αυτή στοχεύει κυρίως σε δύο κατευθύνσεις. Στην  επίτευξη υψηλής οστικής μάζας κατά τη νεαρά ηλικία  και την όσο το δυνατό λιγότερη μετεμμηνοπαυσιακή  οστική  απώλεια.
Για το σκοπό αυτό η άσκηση και η σωστή διατροφή έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα.
Η άσκηση πρέπει να περιλαμβάνει την άρση  μέτριου βάρους  για την ενδυνάμωση του κορμού και των κάτω άκρων  ενώ ενθαρρύνεται επίσης η εκπαίδευση της ισορροπίας για την πρόληψη των πτώσεων ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Το ασβέστιο αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την αύξηση και την ανάπτυξη του σκελετού. Η συνιστώμενη καθημερινή δόση είναι τα 1000 mg για τις ηλικίες 19-50 έτη  και τα 1200 για τις μεγαλύτερες ηλικίες ενώ  η μέγιστη επιτρεπτόμενη δόση είναι 2500 mg καθημερινά. Η πρόσληψη των συνιστώμενων αυτών δόσεων μειώνει την οστική απώλεια και αυξάνει την οστική πυκνότητα στην οσφυϊκή μοίρα αλλά δεν μπορεί να προλάβει τη σχετιζόμενη με τα οιστρογόνα οστική απώλεια.
Η βιταμίνη D είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη της οστεοπόρωσης αφού μεγιστοποιεί την εντερική  απορρόφηση του Ca. Η έκθεση στον ήλιο για 10 – 15 λεπτά  δύο φορές εβδομαδιαίως  συνήθως επαρκεί  για το σχηματισμό του απαραίτητου μεταβολίτη. Η συνιστώμενη καθημερινή δόση της βιταμίνης D είναι 400 IU για τις ηλικίες 51-70 και 600 IU  για τις μεγαλύτερες ηλικίες.Τροφές πλούσιες στη βιταμίνη αυτή είναι εκτός από τα γαλακτοκομικά προιόντα, τα δημητριακά, ο  κρόκος του αυγού και τα λιπαρά ψάρια.
Ο καφές και η μεγάλη κατανάλωση τσαγιού πρέπει να αποφεύγονται όπως και η μεγάλη κατανάλωση λευκωμάτων. Η  κατανάλωση αλατιού αυξάνει την ποσότητα του  ασβεστίου  το οποίο αποβάλλεται με τα ούρα και γι'αυτό πρέπει να περιορίζεται.
Το κάπνισμα έχει βλαβερές συνέπειες για τη σκελετική οστική υγεία και γι’αυτό συστήνεται η διακοπή του ενώ η κατανάλωση αλκοόλ πρέπει να περιορίζεται και να μην ξεπερνάει τα δύο ποτά ημηρεσίως. 
 
Tι είναι η Οστεοπόρωση και γιατί έχει τόσο Σημαντικές Συνέπειες για τον Σκελετό;
Η οστεοπόρωση αποτελεί την πιο συχνή μεταβολική νόσος των οστών και χαρακτηρίζεται από την ελάττωση της οστικής μάζας, τη διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού και κατά συνέπεια την μειωμένη αντοχή του οστού και την αυξημένη συχνότητα καταγμάτων.
Η ποσοτική αλλά και ποιοτική αυτή διαταραχή συνδιάζεται με ένα αυξημένο αριθμό καταγμάτων σε κλασικές περιοχές όπως το ισχίο, τα σπονδυλικά σώματα και το περιφερικό άκρο της κερκίδος αλλά όχι μόνο σε αυτές αφού η αυξημένη επίπτωση της καταγματικής νόσου αφορά ολόκληρο το σκελετό.
Η οστεοπόρωση έχει τεράστιο κοινωνικοοικονομικό κόστος.
Για να αντιμετωπιστεί ένα οστεοπορωτικό κάταγμα χρειάζεται συχνά ο ασθενής να παραμείνει για αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο ενώ όχι σπάνια η ποιότητα της ζωής του περιορίζεται σημαντικά. Είναι χαρακτηριστκό το γεγονός ότι ποσοστό ίσο με 40 % των ασθενών με κάταγμα του ισχίου δυσκολεύονται στις καθημερινές τους δραστηριότητες μετά από την έξοδο από το νοσοκομείο, 20 % από αυτούς δεν μπορούν να περπατήσουν μόνοι τους ξανά και ποσοστό μεγαλύτερο από 25 % χρειάζονται κάποιο άλλο άτομο για να τους φροντίζει.