Παθήσεις AΘΛΗΤΙΑΤΡΙΚΗ
- Ρήξη Πρόσθιου Χιαστού Συνδέσμου - Διάγνωση
- Συνδεσμοπλαστική του Πρόσθιου Χιαστού Συνδέσμου - Είδη Αυτομοσχευμάτων
- Η Πελματιαία Απονευρωσίτιδα σε Δρομείς
- Κατάγματα Κόπωσης σε Δρομείς
- Σύνδρομο Καταπόνησης Μυών της Κνήμης
- Τενοντίτιδα του Επιγονατιδικού Τένοντα
- Κακώσεις στην Κωπηλασία
- Οι Παγίδες στα Χειμερινά Σπορ
- Τραυματισμοί στα Θαλάσσια Αθλήματα
- Αιφνίδιος Θάνατος στους Αθλητές
Η διάγνωση της ρήξης του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου του γόνατος συχνά καθυστερεί.
Παρά το γεγονός ότι είναι σχετικά συχνή και σοβαρή κάκωση ιδιαίτερα στους αθλητές, η διάγνωση της ρήξης του συνδέσμου αυτού πολλές φορές δεν γίνεται αμέσως και η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι συχνά ανεπαρκής.
Σύμφωνα με μία μελέτη στη Μεγάλη Βρεττανία, η διάγνωση της ρήξης του συνδέσμου από τον αρχικό εξεταστή έγινε μόνο στο 9.8 % των ασθενών που υπέστησαν τον τραυματισμό αυτό. Στο 87 % μάλιστα των περιπτώσεων ρήξεως του συνδέσμου η αρχική αντιμετώπιση περιελάμβανε μόνο απλή ελαστική επίδεση. Επειδή οι κακώσεις αυτές έχουν σοβαρές συνέπειες για το γόνατο σε νέα ως επί το πλείστον που έχουν μεγάλη δραστηριότητα, απαιτείται άμεση διάγνωση και κατάλληλη αντιμετώπιση από ειδικό σε αθλητιατρικά θέματα Ιατρό σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε ασθενή.
Η κάκωση και ρήξη του πρόσθιου χιαστού μπορεί να γίνει όχι μόνο μετά από επαφή και κτύπημα αντιπάλου στο γόνατο αλλά και από απότομη κίνηση κι ιδιαίτερα στρίψιμο πάνω στο ακινητοποιημένο στο έδαφος πόδι του αθλητή. Μπορεί να ακουστεί χαρακτηριστικός θόρυβος ενώ συνήθως αυτός που κτυπάει εγκαταλείπει τον αγώνα και το γόνατο του διογκώνεται μέσα σε λίγες ώρες από το λεγόμενο αίμαρθρο, δηλαδή από την παρουσία αίματος μέσα στην άρθρωση.
Καλό είναι να τοποθετείται στο γόνατο πάγος αμέσως, το πόδι να τοποθετείται ψηλά σε ανάρροπη θέση και να ακινητοποιείται. Ο Ορθοπαιδικός με κλινικά τεστ και πιθανόν με τη βοήθεια της Μαγνητικής Τομογραφίας θα διαγνώσει τη βλάβη. Ιδιαίτερα τονίζεται η σημασία της καλής κλινικής εξέτασης αφού αυτή είναι που θα αποκαλύψει τη βλάβη που έχει γίνει στον Πρόσθιο Χιαστό Σύνδεσμο ή και σε άλλους συνδέσμους ή μηνίσκους του γόνατος.
Μοσχεύματα για τη συνδεσμοπλαστική του Πρόσθιου Χιαστού Συνδέσμου
Τα αυτομοσχεύματα είναι μοσχεύματα που λαμβάνονται στο χειρουργείο από τον ίδιο τον ασθενή που υποβάλλεται σε συνδεσμοπλαστική του Πρόσθιου Χιαστού Συνδέσμου για ρήξη του συνδέσμου. Δύο κυρίως είδη από αυτά τα μοσχεύματα χρησιμοποιούνται σήμερα κατά την αρθροσκοπική ελάχιστα επεμβατική χειρουργική αποκατάσταση του Πρόσθιου Χιαστού. Ο επιγονατιδικός τένοντας με οστικά άκρα και το τετραπλό μόσχευμα ισχϊοκνημιαίων.
Επιγονατιδικός τένοντας με οστικά άκρα
Παραμένει ένα ισχυρό μόσχευμα και το «gold standard» στην ανακατασκευή του συνδέσμου. Παρουσιάζει όμως συνοδά προβλήματα όπως πρόσθιο επιγονατιδικό άλγος το οποίο φθάνει στο 80 % στο γονάτισμα σύμφωνα με ορισμένες αναφορές. Εντούτοις στην πραγματικότητα μόνο ένα μικρό ποσοστό ασθενών εμφανίζει πραγματικό πρόβλημα. Έχουν αναφερθεί επίσης περιπτώσεις επιγονατιδικού κατάγματος και ρήξεις του επιγονατιδικού τένοντος κατά τη λήψη του μοσχεύματος.
Μόσχευμα ισχϊοκνημιαίων
O προβληματισμός σχετικά με το μόσχευμα αυτό αφορούσε στο παρελθόν την ισχύ του, τη στερέωση και την ενσωμάτωση του στα οστικά κανάλια.
Πράγματι το απλό μόσχευμα του ισχνού ή του ημιτενοντώδους δεν εξασφαλίζει αρκετή ισχύ. Το τετραπλό όμως μόσχευμα των δύο ισχϊοκνημιαίων το οποίο είναι σήμερα σε χρήση έχει δύναμη ίση με 4108 Ν που αντιστοιχεί στο 250 % αυτής του Π.Χ.Σ. Οι σύγχρονες τεχνικές εξασφαλίζουν την ικανοποιητική στερέωση του μοσχεύματος ενώ η ενσωμάτωση του στα οστικά κανάλια του μηριαίου και της κνήμης πραγματοποιείται σε σχετικά πρώιμο στάδιο στις 8 με 12 εβδομάδες.
Η απώλεια της μυϊκής ισχύος των ισχϊοκνημιαίων μετά τη λήψη του μοσχεύματος δεν επηρεάζει ουσιαστικά τη λειτουργικότητα της άρθρωσης.
Συμπεράσματα
Από την ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας προκύπτει μεγαλύτερη απώλεια έκτασης και αυξημένη συχνότητα επιγονατιδομηριαίου πόνου όταν χρησιμοποιείται μόσχευμα επιγονατιδικού τένοντος. Οι ισχϊοκνημιαίοι τένοντες από την άλλη μεριά εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα του pivot shift φαινομένου. Δεν βρίσκονται διαφορές μεταξύ των δύο μοσχευμάτων σε ότι αφορά το επίπεδο αθλητικών δραστηριοτήτων στις οποίες επιστρέφουν οι ασθενείς, τις λειτουργικές κλίμακες του γόνατος και τις επιπλοκές μετά από την ανακατασκευή του συνδέσμου.
Και τα δύο μοσχεύματα εμφανίζουν εξίσου καλά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα έτσι ώστε κανένα από τα δύο δε φαίνεται να υπερέχει σχετικά με το άλλο. Έτσι και τα δύο πρέπει να χρησιμοποιούνται ανάλογα με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις κάθε ασθενούς. Ο επιγονατιδικός τένοντας με οστικά άκρα στερεώνεται επαρκώς, έχει ικανή ισχύ και εξασφαλίζει σταθερότητα στην άρθρωση του γόνατος. Επιπλέον έχει σχετικά εύκολη λήψη. Οι ισχϊοκνημιαίοι τένοντες έχουν ένδειξη σε περίπτωση προβλημάτων από τον εκτατικό μηχανισμό ή την επιγονατιδομηριαία άρθρωση πριν τον τραυματισμό. Επίσης συστήνονται σε ασθενείς οι οποίοι για επαγγελματικούς ή θρησκευτικούς λόγους, γονατίζουν συχνά ή εργάζονται σε περιορισμένο χώρο, σε αθλητές αθλημάτων όπως η καλαθοσφαίρηση και η πετόσφαιρα τα οποία απαιτούν συχνά άλματα και σε νεαρά άτομα πριν τη σύγκλειση των επιφύσεων.
Οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα μετά από επέμβαση για ρήξη του συνδέσμου είναι η καλή χειρουργική τεχνική και η διόρθωση κατά την εγχείρηση των πιθανών άλλων κακώσεων που υπάρχουν στους μηνίσκους ως επί το πλείστον ή και αλλού μέσα στο γόνατο και λιγότερο το είδος του μοσχεύματος που χρησιμοποιείται.
Η πελματιαία απονευρωσίτιδα είναι ένα σύνδρομο υπέρχρησης το οποίο χαρακτηρίζεται από τη φλεγμονή της πελματιαίας απονεύρωσης (περιτονίας). Είναι συχνή αιτία πόνου στην περιοχή της πτέρνας και εμφανίζεται συχνά στους δρομείς.
Η πάθηση αυτή αντιπροσωπεύει ποσοστό ίσο με 10% των κακώσεων στην περιοχή του άκρου πόδα σε αυτή την κατηγορία των αθλητών. Η συχνότητα του είναι μεγαλύτερη στους άνδρες από τις γυναίκες αθλήτριες αποστάσεων. Είναι μάλιστα μεγαλύτερη στους αθλητές που λαμβάνουν μέρος σε κούρσες μικρών αποστάσεων, αλλά με μεγάλη ταχύτητα σε σχέση με τους μαραθωνοδρόμους.
Από εμβιομηχανική άποψη τα μεγαλύτερα φορτία στην πελματιαία απονεύρωση εφαρμόζονται κατά το τέλος της φάσης στήριξης οπότε η πρώτη ακτίνα του άκρου πόδα έχει έρθει σε ραχιαία κάμψη και ο γαστροκνήμιος και ο υποκνημίδιος μύες μεταβιβάζουν τα φορτία μέσω του αχιλλείου τένοντα στην πελματιαία απονεύρωση.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ
Η πάθηση είναι πιο συχνή σε παρουσία υπερπηνισμού του ποδιού, σε άτομα με μεγάλο βάρος και σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη. Χαρακτηρίζεται από άλγος στο έσω χείλος του πέλματος, και κυρίως κεντρικά στο σημείο έκφυσης της πελματιαίας περιτονίας από το κύρτωμα της πτέρνας. Μπορεί να αφορά το ένα ή και τα δύο πέλματα και χαρακτηριστικά οι ενοχλήσεις είναι μεγαλύτερες το πρωί κατά την έγερση από το κρεββάτι και υποχωρούν αισθητά μετά τα πρώτα βήματα.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση είναι κυρίως κλινική. Ο ακτινολογικός έλεγχος αποκαλύπτει συχνά την ύπαρξη άκανθας πτέρνας, αλλά η τελευταία δεν θεωρείται το αίτιο της πάθησης αφού μπορεί να υπάρχει χωρίς να δημιουργεί συμπτώματα. Περαιτέρω έλεγχος με υπερηχογράφημα, μαγνητική τομογραφία κτλ. χρησιμεύει περισσότερο για τον αποκλεισμό άλλων αιτιών άλγους στην περιοχή του πέλματος και της πτέρνας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η θεραπεία είναι κυρίως συντηρητική. Περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων για λίγες μέρες με τοπική εφαρμογή ή χορήγηση από το στόμα ή τη λήψη απλών αναλγητικών γιά σύντομο διάστημα. Συστήνεται περιορισμός της δραστηριότητας, εφαρμογή κρυοθεραπείας και ειδικών ορθωτικών πελμάτων. Οι ενέσεις κορτικοστεροειδών τοπικά έχουν γενικά καλά άμεσα αποτελέσματα αλλά οι συχνή επανάληψη εξασθενεί την περιτονία με κίνδυνο ρήξης ενώ αναφέρεται ότο μπορεί να προκαλέσει και νέκρωση του λίπους.
Τα φυσικά μέσα θεραπείας περιλαμβάνουν τη μάλαξη της περιοχής, την ιοντοφόρεση, την εφαρμογή kinesiotaping και την εφαρμογή διατάσεων της πελματιαίας απονεύρωσης, τις οποίες μπορεί να εκτελούνται και από τον ίδιο τον ασθενή. Επίσης εξαιρετικά αποτελέσματα έχει η εφαρμογή κρουστικών υπερήχων (Shockwave) στην περιοχή.
ΠΡΟΛΗΨΗ
Η πρόληψη περιλαμβάνει την αποφυγή υπερπροπόνησης, την άσκηση σε σκληρό έδαφος με ακατάλληλα υποδήματα και την εφαρμογή ειδικών ορθωτικών πελμάτων μετά από πελματογράφημα.
Τα κατάγματα κοπώσεως στους αθλητές όπως συχνά στους δρομείς, είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς καταπόνησης των κάτω άκρων τους και της συνεχούς εφαρμογής σε αυτά δυνάμεων μικρής έντασης, αλλά κατά επανάληψη.
Ο παθογενετικός μηχανισμός περιλαμβάνει την παρατεταμένη και επαναλαμβανόμενη άσκηση της μυϊκής συστολής σε οστά τα οποία δεν έχουν την απαιτούμενη αντοχή.
Αφορούν κυρίως την κνήμη σε ένα ποσοστό που φθάνει το 50% αλλά και την περόνη και τα μετατάρσια. Πολύ πιο σπάνια παρατηρούνται τέτοιου είδους κατάγματα στην περιοχή της λεκάνης, του ιερού και του μηριαίου οστού ή τα οστά του ταρσού. Σπάνια επίσης μπορεί να παρατηρηθούν κατάγματα κόπωσης σε δύο διαφορετικά σημεία ταυτόχρονα.
Είναι πιο συχνά σε περίπτωση που συνυπάρχουν παράγοντες κινδύνου όπως η πλατυποδία, το τρέξιμο αποστάσεων μεγαλύτερων από 30 χιλιόμετρα την εβδομάδα, το τρέξιμο σε σκληρή επιφάνεια και με ακατάλληλα υποδήματα.
Στις γυναίκες τα κατάγματα αυτά είναι πιο συχνά όταν υπάρχουν συγχρόνως και ορμονικές διαταραχές. Επίσης η χαμηλή οστική πυκνότητα, και η ανεπαρκής πρόσληψη γαλακτομικών είναι επιβαρυντικοί παράγοντες.
Για τη διάγνωση τους πολλές φορές ο απλός ακτινολογικός έλεγχος δεν είναι αρκετός στο αρχικό στάδιο. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να χρειαστεί να επαναληφθούν οι ακτινογραφίες σε 1 με 2 εβδομάδες μετά την αρχική εμφάνιση των συμπτωμάτων. Στις περιπτώσεις που τα ενοχλήματα παραμένουν παρά τον αρνητικό ακτινογραφικό έλεγχο, το σπινθηρογράφημα των οστών και η μαγνητική τομογραφία μπορούν να βοηθήσουν. Η τελευταία παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να απεικονίσει τόσο τη βλάβη στα μαλακά μόρια όσο και το οστικό οίδημα. Το σπινθηρογράφημα αν και μπορεί να ανιχνεύσει κατάγματα που δεν απεικονίζονται στις απλές ακτινογραφίες. Έχει το μειονέκτημα ότι συνοδεύεται από ακτινοβολία για τον ασθενή και δεν είναι ειδικό. Η ανιχνέυσιμη βλάβη δηλαδή μπορεί να οφείλεται σε αιτία διαφορετική από κάταγμα όπως φλεγμονή.
Η αντιμετώπιση είναι γενικά ίδια με αυτή των άλλων καταγμάτων και είναι συνήθως συντηρητική. Χρειάζεται ακινητοποίηση, αποφυγή φόρτισης του σκέλους και αποχή από την αθλητική δραστηριότητα έως ότου διαπιστωθεί η πλήρης πόρωση του κατάγματος.
Η ασφαλής επιστροφή στην αθλητική δραστηριότητα γίνεται σε 8 εβδομάδες κατά μέσο όρο, μετά τη διαπίστωση του κατάγματος. Στις λίγες ευτυχώς περιπτώσεις που διαπιστώνεται καθυστερημένη πόρωση ή ψευδάρθρωση απαιτείται χειρουργική αντιμετώπιση.
Για την πρόληψη των καταγμάτων αυτών θετικά συμβάλλουν η προπόνηση σε μαλακό παρά σε σκληρό έδαφος, το τρέξιμο με όχι μεγάλη ταχύτητα, η μείωση των ωρών προπόνησης εβδομαδιαίως και τα κατάλληλα υποδήματα. Η διατροφή του δρομέα πρέπει επίσης να είναι ικανοποιητική και μάλιστα να περιλαμβάνει επαρκή ποσότητα γαλακτομικών προϊόντων.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αν και το σύνδρομο καταπόνησης των μυών της κνήμης (MedialTibialStressSyndrome-MTSS) ή αλλιώς περιοστίτιδα της κνήμης δεν αντιπροσωπεύει μια καθορισμένη νοσολογική οντότητα αλλά περισσότερο μια σειρά κλινικών σημείων και συμπτωμάτων, είναι γενικά αποδεκτό ότι αποτελεί χαρακτηριστική παθολογία της περιφερικής κνήμης η οποία χαρακτηρίζεται από παθολογοανατομικές βλάβες του περιοστέου και των μαλακών μορίων της περιοχής. Το σύνδρομο αυτό αποτελεί συχνή αιτία πόνου σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού που ασκούν ιδιαίτερο βάρος στα κάτω άκρα όπως οι δρομείς μεγάλων αποστάσεων, οι χορευτές και οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες [ 1 ].
Χαρακτηρίζεται από χρόνιο πόνο κατά μήκος της έσω και οπίσθιας επιφάνειας της κνήμης ο οποίος επιδεινώνεται με την σωματική καταπόνηση ενώ μπορεί να επιμένει και μετά την άσκηση [ 2 ]. Η παθοφυσιολογία αυτής της νοσολογικής οντότητας δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Αποδίδεται στην κνημιαία περιοστίτιδα από την μακροχρόνια και επαναλαμβανόμενη έλξη από τους καμπτήρες μύες των δακτύλων και τον οπίσθιο κνημιαίο μυ, η οποία προκαλεί αυξημένες πιέσεις στο αντίστοιχο διαμέρισμα του οπίσθιου-έσω περιφερικού άκρου της κνήμης. Σημειώνεται επίσης οστική απορρόφηση του φλοιού της κνήμης η οποία υπερέχει του σχηματισμού του νέου οστού και περιοστική διέργεση η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την εγκατάσταση του MTSS [ 2 – 5 ].
Επιδημιολογία
Η συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου εκτιμάται μεταξύ 13% και 22% των συνολικών τραυματισμών των κάτω άκρων σε αθλητές όπως οι δρομείς μεγάλων αποστάσεων και οι χορευτές [ 3 ].
Προδιαθεσικοί Παράγοντες
Το σύνδρομο καταπόνησης των μυών της κνήμης έχει συνδεθεί με την παρουσία πολλών παραγόντων κινδύνου, όπως τα προπονητικά λάθη, το ελαττωμένο εύρος κίνησης της έσω στροφής του ισχίου, η αυξημένη πελματιαία κάμψη, και η μειωμένη ποδική καμάρα. Η πάθηση είναι επίσης συχνότερη στο γυναικείο φύλο, σε αυξημένη μάζα σώματος και σε παρουσία υπερπρηνισμού του άκρου ποδός[ 6 – 13 ].
ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Κλινική Εικόνα
Η διάγνωση βασίζεται κατά κύριο λόγο στη λήψη λεπτομερούς ιστορικού και στη σχολαστική κλινική εξέταση [ 1 ]. Ο πόνος που έχει συνήθως προοδευτική εγκατάσταση είναι αρχικά ήπιος και εντοπίζεται κατά μήκος του ορίου μεταξύ του μέσου και περιφερικού τριτημορίου της έσω-οπίσθιας επιφάνειας του οστού της κνήμης. Η τοπική ευαισθησία επεκτείνεται σε μήκος πέντε ή περισσότερων διαδοχικών εκατοστών [ 1 , 3 ]. Στην επώδυνη αυτή περιοχή μπορεί επίσης να σημειώνονται ήπιο οίδημα ή και ελαφρό ερύθημα [ 14 , 15 ]. Σε σοβαρές περιπτώσεις ο πόνος εκδηλώνεται ακόμη και κατά την ανάπαυση και επιδεινώνεται με τις απλές δραστηριότητες [ 16 ]. Νευρολογικά και αγγειακά σημεία και συμπτώματα δεν είναι συνήθως ανιχνεύσιμα και όταν είναι παρόντα, άλλες παθολογικές καταστάσεις όπως το Χρόνιο Σύνδρομο Διαμερίσματος της Κνήμης ή αγγειακές βλάβες πρέπει να ερευνώνται ως πηγή του πόνου των κάτω άκρων [ 3 , 14 ].
Διαφορική Διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει κυρίως το Χρόνιο Σύνδρομο Διαμερίσματος της Κνήμης και τα κατάγματα κοπώσεως του οστού της κνήμης [ 8 ]. Άλλες πιθανές αιτίες κνημιαίου πόνου, όπως οι μυοκήλες ή άλλες μυϊκές και τενόντιες παθήσεις, καθώς επίσης η σπονδυλική παθολογία και ριζοπάθεια, τα σύνδρομα παγίδευσης νεύρων και η κυτταρίτιδα των μαλακών μορίων της περιοχής μπορεί να επικαλύπτουν τα συμπτώματα του MTSS. Επιπλέον, πρέπει να αποκλειστεί η παρουσία λιγότερο συχνών παθολογιών όπως οι καλοήθεις και κακοήθεις οστικοί όγκοι, τα αγγειακά συμβάματα όπως η φλεβική θρόμβωση ή η αγγειακή ανεπάρκεια και η αγγειακή απόφραξη [ 1 , 14 , 16 ].
Απεικονιστικός Έλεγχος
Η αναγκαιότητα του διαγνωστικού απεικονιστικού ελέγχου με την προυπόθεση του ενδελεχούς κλινικού ελέγχου αμφισβητείται εφόσον η διάγνωση της πάθησης είναι κυρίως κλινική [ 13 , 16 ]. Ωστόσο, ο απλός ακτινολογικός έλεγχος μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμος στην ανίχνευση μιας σειράς άλλων παθήσεων που προκαλούν άλγος και μείωση της λειτουργικότητας του κάτω άκρου όπως τα κατάγματα κοπώσεως της κνήμης, οι οστικοί όγκοι και η ασβεστοποίηση των μαλακών ιστών [ 17 ]. Η Υπολογιστική Τομογραφία (CT), συνεισφέρει επίσης στην απεικόνιση βλαβών του φλοιού ενώ η Μαγνητική Τομογραφία (MRI), είναι ένα πολύ χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο για την απεικόνιση των βλαβών των μαλακών ιστών της περιοχής και με αυτό τον τρόπο στη διαφορική διάγνωση του συνδρόμου[ 17 ]. Μια ιδιαίτερα επίσης σημαντική εξέταση με ενισχυμένη διαγνωστική αξία για το MTSS είναι o σπινθηρογραφικός έλεγχος των οστών με Tc99m, το οποίο αναδεικνύει την αυξημένη δραστηριότητα των οστών κατά μήκος του περιφερικού άκρου του οστού της κνήμης, ενώ σε παρουσία κατάγματος κόπωσης αποκαλύπτει εστίες με υψηλή πρόσληψη ραδιοφαρμάκου ατρακτοειδούς σχήματος[ 18 ].
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η θεραπευτική προσέγγιση του συνδρόμου της καταπόνησης των μυών είναι κυρίως συντηρητική και περιλαμβάνει μια σειρά φυσικών μέσων.
Κατά την οξεία φάση συστήνεναι η αποφυγή της αθλητικής δραστηριότητας και η ανάπαυση, η εφαρμογή κρυοθεραπείας και η αναλγητική αγωγή για σύντομο χρονικό διάστημα.[ 3 ]. Η Φυσικοθεραπεία περιλαμβάνει διάφορες θεραπευτικές μεθόδους οι οποίες εφαρμόζονται στις διάφορες φάσεις της ασθένειας με ικανοποιητικά αποτελέσματα [ 13 ]. Σε μια πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας από τους Winters et al. [ 19 ] αναλύθηκε ένας αριθμός Τυχαιοποιημένων Κλινικών Δοκιμών (RCTs) οι οποίες προτείνουν διάφορα φυσικά μέσα για τη θεραπεία του MTSS. Μεταξύ αυτών η ιοντοφόρηση, η φωνοφόρεση, η μάλλαξη με πάγο, οι υπέρηχοι, ο βελονισμός και μάλιστα του περιοστέου της κνήμης και ιδιαίτερα οι υψίσυχνοι κρουστικοί υπέρηχοι (ESWT) φαίνεται να είναι αποτελεσματικά μέσα για την αντιμετώπιση της περιοστίτιδας της κνήμης [ 19 ]. Αντίθετα, άλλα φυσικά μέσα, όπως η θεραπεία με Laser χαμηλής ενέργειας, οι διατάσεις και ασκήσεις ενδυνάμωσης των μυών της περιοχής, και τα παλμικά ηλεκτρομαγνητικά πεδία δεν συνιστώνται για τη θεραπεία της ασθένειας αυτής αφού η αποτελεσματικότητα τους δεν έχει επιβεβαιωθεί κλινικά [ 19 ].
Άλλες φυσικές θεραπευτικές προσεγγίσεις όπως η μάλλαξη του συνδετικού ιστού και η εφαρμογή της μεθόδου του Kinesio-Tapingέχουν επίσης προταθεί σαν δυνητικά αποτελεσματικές εναλλακτικές μέθοδοι για την θεραπεία του οξέος MTSS[5,20].
Hχειρουργική θεραπεία έχει θετικά αποτελέσματα σε σημαντικό ποσοστό το οποίο ανέρχται από 69 % έως και 92 % και πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες η συντηρητική αγωγή έχει αποτύχει για ένα εύλογο χρονικό διάστημα [3,16].
Η παρέμβαση αυτή περιλαμβάνει τη διατομή της περιτονίας ή και την αφαίρεση μιας επιμήκους ταινίας περιοστέου κατά το όριο μεταξύ έσω και οπίσθιας κνήμης στην πάσχουσα περιοχή με το σκοπό της μείωσης της περιοστικής απορρόφησης. Και οι δύο τεχνικές μπορούν να εφαρμοστούν τόσο με γενική όσο και τοπική αναισθησία[ 16 , 18 , 21 ].
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η βέλτιστη θεραπευτική προσέγγιση για αυτό το συχνό αίτιο πόνου των κάτω άκρων σε ομάδες πληθυσμού όπως οι αθλητές, δεν έχει αποσαφηνιστεί. Περαιτέρω μελλοντική επιστημονική έρευνα στο πεδίο αυτό απαιτείται, η οποία θα οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα κάθε επιστημονικής μεθόδου καθώς επίσης της σχέσης κόστους-όφελους κάθε ιδιαίτερης θεραπείας του συνδρόμου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Yates B, White S (2004) The incidence and risk factors in the development of medial tibial stress syndrome among naval recruits. Am J Sports Med 32:772-780.
-
Holen KJ, Engebretsen L, Grøntvedt T, Rossvoll I, Hammer S, et al. (1995) Surgical treatment of medial tibial stress syndrome (shin splint) by fasciotomy of the superficial posterior compartment of the leg. Scand J Med Sci Sports 5: 40-43.
-
Burrus MT, Werner BC, Starman JS, Gwathmey FW, Carson EW, et al. (2014) Chronic Leg Pain in Athletes. Am J Sports Med.
-
Mubarak SJ, Gould RN, Lee YF, Schmidt DA, Hargens AR (1982) The medial tibial stress syndrome. A cause of shin splints. Am J Sports Med 10: 201-205.
-
Schulze C, Finze S, Bader R, Lison A (2014) Treatment of medial tibial stress syndrome according to the fascial distortion model: a prospective case control study. Scientific World Journal 2024: 790626.
-
Moen MH, Bongers T, Bakker EW, Zimmermann WO, Weir A, et al. (2012) Risk factors and prognostic indicators for medial tibial stress syndrome. Scand J Med Sci Sports 22: 34-39.
-
Tweed JL, Campbell JA, Avil SJ (2008) Biomechanical risk factors in the development of medial tibial stress syndrome in distance runners. J Am Podiatr Med Assoc 98: 436-444.
-
Raissi GR, Cherati AD, Mansoori KD, Razi MD (2009) The relationship between lower extremity alignment and Medial Tibial Stress Syndrome among non-professional athletes. Sports Med Arthrosc Rehabil Ther Technol 1: 11.
-
Bennett JE, Reinking MF, Pluemer B, Pentel A, Seaton M, et al. (2001) Factors contributing to the development of medial tibial stress syndrome in high school runners. J Orthop Sports Phys Ther 31: 504-510.
-
Burne SG, Khan KM, Boudville PB, Mallet RJ, Newman PM, et al. (2004) Risk factors associated with exertional medial tibial pain: a 12 month prospective clinical study. Br J Sports Med 38: 441-445.
-
Brewer RB, Gregory AJ (2012) Chronic lower leg pain in athletes: a guide for the differential diagnosis, evaluation, and treatment. Sports Health 4: 121-127.
-
Hamstra-Wright KL, Bliven KC, Bay C (2015) Risk factors for medial tibial stress syndrome in physically active individuals such as runners and military personnel: a systematic review and meta-analysis. Br J Sports Med 49: 362-369.
-
Galbraith RM, Lavallee ME (2009) Medial tibial stress syndrome: conservative treatment options. Curr Rev Musculoskelet Med 2: 127-133.
-
Edwards PH Jr, Wright ML, Hartman JF (2005) A practical approach for the differential diagnosis of chronic leg pain in the athlete. Am J Sports Med 33: 1241-1249.
-
Newman P, Adams R, Waddington G (2012) Two simple clinical tests for predicting onset of medial tibial stress syndrome: shin palpation test and shin oedema test. Br J Sports Med 46: 861-864.
-
Reshef N, Guelich DR (2012) Medial tibial stress syndrome. Clin SportsMed 31: 273-290.
-
Gaeta M, Minutoli F, Mazziotti S, Visalli C, Vinci S, et al. (2008) Diagnostic imaging in athletes with chronic lower leg pain. AJR Am J Roentgenol 191: 1412-1419.
-
Wilder RP, Sethi S (2004) Overuse injuries: tendinopathies, stress fractures, compartment syndrome, and shin splints. Clin Sports Med 23: 55-8.
-
Winters M, Eskes M, Weir A, Moen MH, Backx FJ, et al. (2013) Treatment of medial tibial stress syndrome: a systematic review. Sports Med 43: 1315-1333.
-
Griebert MC, Needle AR2, McConnell J3, Kaminski TW4 (2014) Lower-leg Kinesio tape reduces rate of loading in participants with medial tibial stress syndrome. Phys Ther Sport .
-
Yates B, Allen MJ, Barnes MR (2003) Outcome of surgical treatment of medial tibial stress syndrome. J Bone Joint Surg Am 85-85A: 1974-80.